Κυριακή 20 Μαΐου 2012

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΗΜΕΡΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ : ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ.



Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος (9 Φεβρουαρίου 1404 - 29 Μαΐου 1453 (49 ετών) ) ή ο επονομαζόμενος Μαρμαρωμένος Βασιλιάς ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας του οποίου η ηρωϊκή αντίσταση κατά των Οθωμανών σφράγισε τις ύστατες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου (1391-1425) από την Ελένη Δραγάση (Jelena Dragaš), κόρη του Σέρβου άρχοντα των Σερρών[1], και νεότερος αδελφός τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγου (1425-1448). Γεννήθηκε το 1404. Όταν ήταν ακόμη νεαρός, ο πατέρας του Μανουήλ του είχε αναθέσει τη διοίκηση πόλεων του Ευξείνου Πόντου. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1427, όπου ανέλαβε της δεσποτεία της Βοστίτσας (σημερινού Αιγίου) και τελικά με τους αδελφούς του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβαν τη διοίκηση του Δεσποτάτου του Μυστρά και ολοκλήρωσαν την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών. Η παραμονή και των τριών αδελφών στην Πελοπόννησο δημιουργούσε οπωσδήποτε προβλήματα, οπότε ο Κωνσταντίνος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε από το Σεπτέμβριο του 1435 ως τον Ιούνιο του 1436, για να συζητήσει σχετικά θέματα με τον αυτοκράτορα. Στο διάστημα 1435-1441 μετέβη στην Ιταλία, όπου μετείχε στις επιτροπές των Βυζαντινών, που προσπαθούσαν να πετύχουν την ένωση των Εκκλησιών (Ορθοδόξων-Καθολικών). Η ρήξη με τον αδελφό του Θεόδωρο προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις και χρειάστηκαν σύντονες προσπάθειες για να επιτευχθεί συμβιβαστική συμφωνία και συνδιαλλαγή. Η διοίκηση του δεσποτάτου αναλήφθηκε από το Θεόδωρο και το Θωμά, ο δε Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να συμπαρασταθεί στις προσπάθειες τού Ιωάννης Η΄.
Αντικατέστησε τον αυτοκράτορα κατά την περίοδο τής μετάβασής του στη Δύση για τη συμμετοχή στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβρίου 1439 - 1 Φεβρουαρίου 1440), ενώ μετά την άφιξη του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο. Η στάση του Δημητρίου Παλαιολόγου, που υποστηρίχθηκε από τους Τούρκους, ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να σπεύσει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1442-1443), για να ενισχύσει τις δυνάμεις του αυτοκράτορα.
Τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά και αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου και επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Όμως ο Μουράτ Β' οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Τούρκο σουλτάνο.

Μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η', στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον τής αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη βασιλεύουσα και στρεφόταν πλέον εναντίον της. Ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση τού στρατού, ο οποίος θα αναλάμβανε το βαρύ έργο της άμυνας τής πόλης. Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η άνοδος δε στην εξουσία τού φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ Β' (1451) έκανε περισσότερο αισθητό τον κίνδυνο για την Κωνσταντινούπολη. Η ανέγερση στον Βόσπορο τού υψηλού φρουρίου Ρούμελι Χισάρ και οι στρατιωτικές προετοιμασίες των Τούρκων, συντονίζονταν με τελικό στόχο την άλωση τής πρωτεύουσας τής αυτοκρατορίας.
Οι εκκλήσεις τού Κωνσταντίνου προς τη Δύση για ενισχύσεις αντιμετωπίζονταν με περίεργη αδιαφορία. Ο Πελοποννήσιος καρδινάλιος και προηγουμένως μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος, που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με ελάχιστες δυνάμεις, δεν μπορούσε να προσφέρει ελπίδες. Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη, ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου και αξιόμαχου τουρκικού στρατού. Η ισχυρή οχύρωση της πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά, αφού η απειλή από τη θάλασσα εξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κεράτιου Κόλπου. Ωστόσο η μεταφορά από την ξηρά (υπερνεώλκηση) περίπου 70 τουρκικών πλοίων από τον Βόσπορο στον Κεράτιο κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική (22-23 Απριλίου 1453).

Στις 28 Μαΐου, ο Μωάμεθ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον της πόλης. Ο Κωνσταντίνος, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στον ναό της Αγίας Σοφίας, ενθάρρυνε τη φρουρά που θα έδινε τον αγώνα για την απόκρουση τής μεγάλης επίθεσης. Πράγματι, η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των απωλειών τής φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινιάνη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με στο πλευρό των στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη το πρωί της 29ης Μαΐου του 1453. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στον αλλόθρησκο κατακτητή και έγινε πηγή θρύλων και παραδόσεων στη μνήμη τού λαού.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, ο οποίος με το φρόνημα και την αυτοθυσία του, σημάδεψε χαρακτηριστικά το γεγονός τής πτώσης. Ο αυλικός του Γεώργιος Φραντζής διηγείται με απλότητα τον θάνατο τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα:
    «Ὀ βασιλεύς οὖν ἀπαγορεύσας ἐαυτόν, ἰστάμενος βαστάζων σπάθην και ἀσπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον "οὐκ έστί τις τῶν χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τήν κεφαλήν μου ἀπ΄ ἐμοῦ;" ἦν γάρ μονώτατος ἀπολειφθείς. τότε είς τῶν Τούρκων δούς αὐτῷ κατά πρόσωπον καί πλήξας, καί αὐτός τῷ Τούρκῳ ἐτέραν ἐχαρίσατο' τῶν ὁπισθεν δ΄ἐτέρος καιρίαν δούς πληγήν, ἔπεσε κατά γῆς' οὐ γάρ ῄδεισαν ὃτι ὁ βασιλεύς ἐστιν, ἀλλ΄ ὡs κοινόν στρατιώτην τοῦτον θανατώσαντες ἀφῆκαν.»  
Σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, οι κατακτητές, μετά το τέλος του αγώνα, αναζήτησαν το σώμα του αυτοκράτορα:
    «πλείονας κεφάλας τῶν άναιρεθέντων ἔπλυναν, εἰ τύχοι καί τήν βασιλικήν γνωρίσωσι, καί οὐκ ἡδυνήθησαν γνωρίσαι αὐτήν, εἰ μή τό τεθνεώς πτῶμα τοῦ Βασιλέως εὐρόντες ὄ ἐγνώρισαν ἐκ τῶν βασιλικῶν περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί ἀετοί ἦσαν γεγραμμένοι, ὡs ἔθος ὑπῆρχε τοῖς βασιλεύσι».  
Η αναγνώριση του νεκρού αυτοκράτορα συνοδεύθηκε από την εντολή τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’ να ταφεί με τις αρμόζουσες βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να ανακοινωθεί και ο τόπος της ταφής. Οι μυστικοί πόθοι τού λαού συνέδεσαν τον θρύλο τού μαρμαρωμένου βασιλιά, με την ελπίδα για την απελευθέρωση και την αποκατάσταση τής αυτοκρατορίας.
Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε.[3] Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη. Άλλοι θρύλοι και προφητείες αναφέρουν ότι θα τους κυνηγήσει μέχρι την "Κόκκινη Μηλιά" και στη μάχη που θα γίνει οι Τούρκοι θα νικηθούν και "θα κολυμπήσει το μοσχάρι στο αίμα τους". Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδό της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του Θεού για να τον ξυπνήσει.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' κοινώνησε Θεία Ευχαριστία από τα χέρια του ενωτικού Πατριάρχη Ισιδώρου(1452-53) λίγες μόνο ώρες πριν από τον θάνατό του. Θεωρείται Άγιος από τους Ελληνόρρυθμους Καθολικούς.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου