Τρίτη 8 Μαΐου 2012

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΗΜΕΡΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ : ΛΕΩΝ Γ' Ο ΙΣΑΥΡΟΣ

Ο Λέων ο Γ' (ο επονομαζόμενος υποτιμητικά Ίσαυρος)[1] ήταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 717 ως το 741. Συνέδεσε το όνομά του με τις νίκες κατά των Αράβων και την νομοθεσία της Εκλογής, αλλά πάνω απ' όλα υπήρξε ο πρωτεργάτης της Εικονομαχίας
Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του Λέοντος. Λέγεται ότι το βαπτιστικό του όνομα ήταν Κόνων και ότι γεννήθηκε στην Γερμανίκεια, στα σύνορα Μικράς Ασίας και Συρίας. Πιθανολογείται ότι η οικογένειά του μετακινήθηκε από την Μικρά Ασία στην Μεσημβρία της Θράκης, ασχολήθηκε με το εμπόριο ζώων και απέκτησε κάποια περιουσία ενώ ο Λέων κατατάχθηκε στον στρατό. Όταν ο Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος, εκστρατεύοντας κατά των Βουλγάρων, έφτασε στην περιοχή και αντιμετώπισε επισιτιστικό πρόβλημα, ο Λέων έπεισε τον πατέρα του να προσφέρει στον αυτοκράτορα πεντακόσια πρόβατα. Ο ανεκδιήγητος εκείνος βασιλιάς αντάμειψε τον Λέοντα με προαγωγή στο αξίωμα του σπαθάριου, αλλά η εύνοια δεν κράτησε πολύ και ο Λέων στάλθηκε στον Καύκασο σε μιαν απελπισμένη αποστολή, από την οποία όμως γύρισε σώος. Ευτυχώς για τον Λέοντα, ο Ιουστινιανός Β΄ ανατράπηκε και θανατώθηκε. Επί Φιλιππικού (711-713) ο Λέων προήχθη στην στρατιωτική ιεραρχία και επί Αναστάσιου Β΄ (713-715) ορίστηκε στρατηγός του θέματος των Ανατολικών.

Επωφελούμενοι από την κακοδιοίκηση της αυτοκρατορίας, ιδίως επί Ιουστινιανού, και από τις συχνές αλλαγές αυτοκρατόρων, οι Άραβες ετοιμάζονταν για νέα επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Αναστάσιος Β' ετοιμάστηκε να τους αποκρούσει αλλά το στράτευμα που συγκρότησε για τον σκοπό αυτό στασίασε, τον εκθρόνισε κι ανέβασε στον θρόνο, παρά την θέλησή του, ένα φοροεισπράκτορα τελείως ανίκανο, τον Θεοδόσιο Γ΄. Ο Λέων δεν βοήθησε τον Αναστάσιο -που αποσύρθηκε μοναχός στην Θεσσαλονίκη- είτε γιατί ήταν απασχολημένος στα σύνορα είτε από υπολογισμό, και δεν αναγνώρισε τον Θεοδόσιο. Οι Άραβες εν τω μεταξύ είχαν φτάσει στην Πέργαμο, όπου σταμάτησαν για τον χειμώνα. Την άνοιξη θα επετίθεντο και ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, ειδικά τώρα που στον θρόνο καθόταν ένας τελείως ακατάλληλος.
Ο Λέων ξεκίνησε για να τους προλάβει, αφού πρώτα διασφάλισε την στρατηγικής σημασίας πόλη του Αμορίου. Κήρυξε την ανταρσία του, νίκησε τον βασιλικό στρατό στη Νικομήδεια και προχώρησε στην Χρυσούπολη. Έντρομος ο Θεοδόσιος, που έγινε αυτοκράτορας χωρίς να το θέλει, συμβουλεύτηκε τον πατριάρχη Γερμανό και τους συγκλητικούς. Όλοι του είπαν να παραιτηθεί. Έτσι, έγινε κι αυτός μοναχός κι αποσύρθηκε στην Έφεσο. Ο Λέων μπήκε στην Πόλη και στέφθηκε αυτοκράτορας.

Ο στρατηγός των Αράβων Μασλαμάς ξεκίνησε τον Απρίλιο του 717 από την Πέργαμο και μόλις τον Αύγουστο έφτασε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η δεύτερη πολιορκία της από τους Άραβες, σαράντα περίπου χρόνια μετά την πρώτη.
Ο Μασλαμάς οχύρωσε το στρατόπεδό του και ο στόλος του κατακάλυψε την θάλασσα. Αλλά ο Λέων έκαψε μια μοίρα του αραβικού στόλου με το υγρό πυρ και οι Άραβες παραιτήθηκαν από κάθε επίθεση κατά των θαλασσίων τειχών. Στην από ξηράς πολιορκία δεν υπήρξε κάτι το αξιοσημείωτο ενώ ο βαρύτατος χειμώνας του 717-718 προκάλεσε σοβαρές απώλειες στους πολιορκητές. Οι πολιορκημένοι αντίθετα είχαν πλήρη επάρκεια εφοδίων χάρη στις προ διετίας ενέργειες του τότε αυτοκράτορα Αναστασίου και στον ευχερή ανεφοδιασμό τους από την θάλασσα.
Την άνοιξη του 718 δύο νέοι στόλοι ήρθαν σε βοήθεια των πολιορκητών. Αλλά οι Αιγύπτιοι ναύτες τους -Κόπτες κατά πάσαν πιθανότητα- αυτομόλησαν στην Κωνσταντινούπολη και με τις πληροφορίες που έδωσαν, τα πυρπολικά κατέστρεψαν τους στόλους αυτούς. Συγχρόνως γίνονταν επιτυχημένες έξοδοι από ξηράς. Στις αρχές του καλοκαιριού λιμός και λοιμός έπεσαν στο στρατόπεδο των Αράβων ενώ οι Βούλγαροι, που είχαν έλθει για λεηλασία, τους προξένησαν βαρύτατες απώλειες.
Ο Μωσλεμάς απελπίστηκε και έλυσε την πολιορκία, μετά από ένα ολόκληρο χρόνο. Οι απώλειές του υπήρξαν τρομακτικές γιατί η υποχώρηση συνοδεύτηκε από δεινές καταιγίδες. Κατά τους χρονογράφους οι Άραβες έχασαν στην πολιορκία αυτή δύο χιλιάδες πεντακόσια πλοία και πεντακόσιες χιλιάδες άντρες

Προ του Λέοντος οι αυτοκράτορες Μαυρίκιος και Φιλιππικός είχαν επιχειρήσει, ανεπιτυχώς, ο μεν την περιστολή του μοναχισμού, ο δε την κατάλυση της λατρείας των εικόνων. Ο Λέων με την σειρά του θεώρησε ότι η υπερβολική ανάπτυξη του μοναχικού βίου στερούσε από το κράτος έμψυχο υλικό και πόρους. Χιλιάδες νέων ανθρώπων συνέρρεαν στα μοναστήρια και ζούσαν εκεί ενώ ήταν απαραίτητοι στην κοινωνία και στον στρατό. Τα μοναστήρια εξ άλλου είχαν αποκτήσει, από δωρεές και κληροδοτήματα, τεράστιο και αφορολόγητο πλούτο.
Οι εξωτερικοί τύποι της λατρείας, οι πολυάριθμες θρησκευτικές γιορτές και αργίες, οι μακρότατες ακολουθίες και προ πάντων η λατρεία των εικόνων, έδειχναν την επιρροή της θρησκείας στην κοινωνία. Η σχέση του πιστού προς την εικόνα είχε υπερβεί τα όρια της τιμής που οφειλόταν στο εικονιζόμενο πρόσωπο και είχε γίνει λατρεία αυτής της ίδιας της εικόνας, ενώ λατρεία μόνο προς τον Θεό οφείλεται. Επακόλουθο ήταν οι υπερβολές και οι δεισιδαιμονίες που πήγαζαν από την πίστη στην θαυματουργό δύναμη των εικόνων και άλλων αντικειμένων.
Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο ο Λέων έκρινε ότι το κρίσιμο θέμα ήταν αυτό των εικόνων, ήταν η προσπάθειά του να προσελκύσει στον μουσουλμάνους, ιουδαίους και οπαδούς διαφόρων αιρέσεων οι οποίοι όλοι απεχθάνονταν κάθε μορφής απεικόνιση. Το πιθανότερο μάλιστα είναι ότι και ο ίδιος ως Σύρος ήταν επηρεασμένος από την αντίληψη αυτή.
Υπέρ των απόψεων του Λέοντος ήταν ανώτατοι κληρικοί, οι μορφωμένοι και ο στρατός, ιδίως ο προερχόμενος από την Μικράν Ασία. Ιδιαίτερη επιρροή επί του Λέοντος ασκούσαν με τις ιδέες τους ο επίσκοπος Νακολίας Κωνσταντίνος και ο πατρίκιος Βίσηρ. Υπέρμαχοι των εικόνων ήταν οι μοναχοί βέβαια, ο πολύς λαός και οι γυναίκες, όχι μόνο του λαού αλλά και αυτές οι σύζυγοι, κόρες κι αδελφές των εικονομάχων αυτοκρατόρων.

Ο Λέων πέθανε το 741 έχοντας σώσει αλλά και διχάσει την αυτοκρατορία.[2] Ό,τι γνωρίζουμε όμως γι’ αυτόν και γενικά για τους εικονομάχους βασιλείς προέρχεται από εικονόφιλους ιστορικούς. Τα έργα των εικονομάχων συγγραφέων «εξηφανίσθησαν…υπό της θρησκομανίας της βραδύτερον θριαμβευσάσης αντιπάλου μερίδος».[3] Οι πληροφορίες μας για τον Λέοντα Γ΄, βασίζονται αποκλειστικά σε δύο έργα λίγο μεταγενεστέρων του και ιδεολογικώς εχθρών του συγγραφέων, στην Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή και στην Ιστορίαν Σύντομον του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου Α΄. Όλοι οι ιστορικοί, όπως και το παρόν άρθρο, ακολουθούν κατά πόδας τις αφηγήσεις των δύο αυτών συγγραφέων.
Ο πατριάρχης Νικηφόρος είναι λιτός και σοβαρός. Εξιστορεί το λαμπρό κατόρθωμα της απόκρουσης των Αράβων και δεν εκτρέπεται σε ύβρεις κατά του Λέοντα, μολονότι εικονόφιλος. Αναφέρει μόνο ότι πολλοί ευσεβείς που δεν συμφωνούσαν με το δόγμα του αυτοκράτορα τιμωρήθηκαν και βασανίστηκαν. Ο Θεοφάνης είναι εκτενέστερος. Ποικίλει την Χρονογραφία του με πολλές λεπτομέρειες και προ παντός επιτίθεται με πάθος. Ενώ κατά την πολιορκία ο Λέων είναι «ο ευσεβής βασιλεύς», λίγες σελίδες μετά γίνεται «δυσσεβής» πατέρας του «δυσσεβεστέρου» Κωνσταντίνου, «θεομάχος», «σαρακηνόφρων», «τύραννος» κ.τ.τ., και διεκτραγωδούνται, πολύ αόριστα όμως κι εδώ, οι διώξεις των εικονοφίλων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου