Η ΡΑΤΣΑ
“Η Κραυγή
δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου.
Δεν πεθυμάς εσύ, πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου. Οι
νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι
στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν
Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.
Οι
μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν,
ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.
Το πρώτο
σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που
περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την
αόρατη, του εαυτού σου.
Δεν είσαι
ένας. Είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα
πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.
Η ράτσα σου
είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια
λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.
Δεν είσαι
λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις,
ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου. Όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης
μουγκαλιέται. Όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει
βουρκόλακες η κεφαλή σου.
Ένας λάκκος
αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των
πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.
-“Μην
πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!” φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι. “Δεν προφτάσαμε
να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε, πρόφτασε συ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν
προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας, κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να
συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας, στερέωσε το εσύ!
Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί
σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δε ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη
γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθουμε τον αγώνα. Λύτρωσε μας”!
Δε φτάνει
ν’ ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν
μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστό
μυαλό σου, ν’ ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.
Μα εσύ να
ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματου σου και
ποιος ν’ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα. Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος
στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι
ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο. να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος,
πιο ζωντανός από μένα. Ας πιει το αίμα μου όλο! Φώτισε το σκοτεινό αίμα των
προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούληση τους, πλάτυνε το
στενό τους ανήλεο μέτωπο. Αυτό είναι το δεύτερο σου χρέος.
Γιατί δεν
είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί
σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου.
Φέρνεις,
θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα Ιδέα, μια θλίψη καινούρια.
Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.
Κατά που θα
κινήσεις; Πώς θ’ αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η
γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία. Έχεις
ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου. Είσαι μια ζαριά
όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου. Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει
σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει
και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων. Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε
αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου.
Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και
αντρειεύει.
-“Δεν είμαι
ένας! Δεν είμαι ένας!” Τ’ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει. Δεν είσαι ένα
άθλιο λιγόστιγμο κορμί. πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο
χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την
καρδιά κι από το μυαλό σου.
Το σώμα σου
το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου
τ’ ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου
ράτσας.
Μονάχα
εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα
παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας
άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται. Όλα τούτα είναι μέλη του
μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της
Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά. Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα,
πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά,
λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη,
γενναία, ανήσυχη.
Πως μπορείς
να ‘σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δε τρικυμίζουν αλάκερο
το μεγάλο σου το σώμα; Πώς μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίμα;
Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του
κορμιού και του νου σου σαπίζει.
Να ζεις
βαθιά, όχι σαν Ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη. Είσαι ένα
φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν’ ανεβαίνει από τις
σκοτεινές ρίζες και ν’ απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.
Ποιός είναι
ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί κι είτε σα φύλλο είτε
σαν άνθος είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν’ ανανεώνεται και ν’ αναπνέει
αλάκερο το δέντρο.
Το πρώτο
σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους
τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο
τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε
ξεπεράσει.
Αγωνία μέσα
σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από
σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δε θέλει πια να ‘ναι
μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.
-“Πατέρα,
δε χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω Πατέρα, μισώ το σώμα
σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω! Κατάντησες άλογο οκνό,
τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν’ ακλουθούν το ρυθμό της καρδιάς μου. Βιάζουμαι.
Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο”! Κι εσύ, ο
πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικιά φωνή του παιδιού σου. -“Όλα, όλα
για το γιο μου!” φωνάζεις. “Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο
άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου”!
Μια δύναμη
μέσα σου, ανώτερη σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και
φωνάζει: -“Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι
αβέβαιο! Μη κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να
χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του
κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της
ράτσας σου και φωνάζω”!